- κλοιοῦ
- κλοιόςdog-collarmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
верига — ВЕРИГ|А (23), Ы с. чаще мн. Цепи, оковы: како хощю ити а нозѣ ми ѡкованѣ. и веригы на выи. ЧудН XII, 75в; и абиѥ свѩзани быша веригами. и прѣдани быша... кн҃зю. ПрЛ XIII, 145а; и приде въ новъгородъ... на ст҃го ап(с)ла петра. съпадениѥ веригамъ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έξοδος — η 1. η μετάβαση από μέσα προς τα έξω, το έβγα:Του απαγορεύτηκε η έξοδος από τη χώρα. 2. το μέρος από όπου βγαίνει κάποιος: Η έξοδος του θεάτρου. 3. το τέρμα στενής διόδου ή σήραγγας: Η έξοδος του τούνελ. 4. επίθεση που επιχειρούν πολιορκημένοι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)